- ἠρῶ
- ἀράομαιpray toimperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)ἐράομαιloveimperf ind mp 2nd sgἐράω 1loveimperf ind mp 2nd sgἐράω 2pour forthimperf ind mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἥρω — fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἥρω fem acc sg Ἥρω fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥρω' — ἥρω̆α , ἥρως hero masc acc sg ἥρω̆ι , ἥρως hero masc dat sg ἥρω̆ε , ἥρως hero masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥρῳ — ἥρω̆ι , ἥρως hero masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ιέρεια του ναού της Αφροδίτης στη Σηστό. Την ερωτεύτηκε ο Λέανδρος, που έμενε στην απέναντι ακτή του Ελλησπόντου (στην Άβυδο) και είχε έρθει με προσκυνητές στη Σηστό, σε μια γιορτή της Αφροδίτης και του Άδωνη. Μετά τη… … Dictionary of Greek
Ηρώ — η αρχαίο και σύγχρονο κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡρῷ' — ἡρῷα , ἡρῷον shrine of a hero neut nom/voc/acc pl ἡρῷα , ἡρῷος the heroic measure neut nom/voc/acc pl ἡρῷε , ἡρῷος the heroic measure masc voc sg ἡρῷαι , ἡρῷος the heroic measure fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤρω — ἀρόω plough imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἤ̱ρω , αἴρω attach aor ind mid 2nd sg (attic epic ionic) ἦρος masc nom/voc/acc dual ἦρος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥρω — ἥρως hero masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἥρως hero masc acc sg ἥρως hero masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωνσταντοπούλου, Ηρώ — (Αθήνα 1927 – 1944). Αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941 44), όταν ακόμη ήταν μαθήτρια γυμνασίου, εντάχθηκε στις τάξεις της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΠΟΝ και ανέπτυξε έντονη δράση, για την οποία και συνελήφθη από… … Dictionary of Greek
Ἥρως — Ἥρω fem acc pl Ἥρω fem nom/voc pl (doric aeolic) Ἥρω fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)